- ῥεπομένων
- ῥέπωturn the scalepres part mp fem gen plῥέπωturn the scalepres part mp masc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταλγώ — μεταλγῶ, έω (Α) 1. αισθάνομαι πόνο μετέπειτα 2. μτφ. μετανοώ («τί τῶνδ ἐξ ἴσου ῥεπομένων μεταλγεῑς τὸ δίκαιον ἔρξαι;» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἀλγῶ «πονώ» (< ἄλγος)] … Dictionary of Greek